λίθινος

λίθινος
-η, -ο (AM λίθινος -ίνη, -ον, Α θηλ. και -ος) [λίθος]
κατασκευασμένος από λίθο, πέτρινος (α. «λίθινος φράχτης» β. «τράφε λιθίνῳ... ἔνδον τέγει», Πίνδ.)
νεοελλ.
φρ. «λίθινη εποχή» — η λιθική εποχή
μσν.-αρχ.
μτφ. σκληρός, άπονος («ἐκσπάσω τὴν καρδίαν τὴν λιθίνην ἐκ τῆς σαρκὸς αὐτῶν», ΠΔ)
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λίθινα
μαρμάρινα αγάλματα
2. φρ. «λίθινος θάνατος» — ο θάνατος που προκαλείται από τη θέα τής κεφαλής τής Γοργούς.
επίρρ...
λιθίνως (Α)
σαν τον λίθο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λίθινος — made of stone masc nom sg λίθινος made of stone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθινος — η, ο 1. πέτρινος: Έφτιαξα ένα λίθινο φράχτη. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο λίθο. 3. «λίθινη εποχή», χρονική προϊστορική περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος κατασκεύαζε εργαλεία από πέτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιθίνως — λίθινος made of stone adverbial λίθινος made of stone masc acc pl (doric) λίθινος made of stone adverbial λίθινος made of stone masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθινον — λίθινος made of stone masc acc sg λίθινος made of stone neut nom/voc/acc sg λίθινος made of stone masc/fem acc sg λίθινος made of stone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνων — λίθινος made of stone fem gen pl λίθινος made of stone masc/neut gen pl λίθινος made of stone masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνοις — λίθινος made of stone masc/neut dat pl λίθινος made of stone masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνοισι — λίθινος made of stone masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λίθινος made of stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνοισιν — λίθινος made of stone masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) λίθινος made of stone masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνου — λίθινος made of stone masc/neut gen sg λίθινος made of stone masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθίνους — λίθινος made of stone masc acc pl λίθινος made of stone masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”